- καταγέλως
- κατάγελοςrich in herdsadverbialκατάγελοςrich in herdsmasc/fem acc pl (doric)κατάγελωςderisionmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάγελως — κατάγελως, έλωτος, ὁ (Α, Μ κατάγελος, ον) το αντικείμενο γέλιου («οὗτος κατάγελως νομίζεται», Μέν.) αρχ. εμπαιγμός, χλευασμός («ὥστε οὐ καταγέλωτός μοι δοκεῑ ἄξιος εἶναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γελως (< γέλως), πρβλ. διά γελως, περί… … Dictionary of Greek
καταγέλωτα — κατάγελως derision masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγέλωτας — κατάγελως derision masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγέλωτι — κατάγελως derision masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγέλωτος — κατάγελως derision masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγέλωτ' — καταγέλωτα , κατάγελως derision masc acc sg καταγέλωτι , κατάγελως derision masc dat sg καταγέλωτε , κατάγελως derision masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ругать — укр. поругатися насмехаться , блр. поруга поругание , уруга упрек , др. русск. ругъ насмешка , ругати ся насмехаться , ст. слав. рѫгъ ὀνειδισμός, καταγέλως (Супр.), рѫгати сѩ ἐμπαίζειν, καταγελᾶν (Остром., Супр.), болг. ръгая ругаю, поношу ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
посмех — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. κατάγελως) посмешище. … … Словарь церковнославянского языка
γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» … Dictionary of Greek
πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… … Dictionary of Greek